νερόχιονο

νερόχιονο
το
ψιλή και ψυχρή βροχή, χιονόνερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατ' αντιστροφή τού χιονόνερο (πρβλ. καρδιοχτύπι: χτυποκάρδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νερόχιονο — το χιόνι και νερό μαζί, αλλ. χιονόνερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμόχιονο — το χιόνι με άνεμο, νερόχιονο …   Dictionary of Greek

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”